Dictionary of Greek. 2013.
προσέψω — Α βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἕψω «βράζω, ψήνω»] … Dictionary of Greek
προσέψημα — ήματος, τὸ, Α [προσέψω] προσόψημα* … Dictionary of Greek
προσεψία — ἡ, Α [προσεψῶ] (κατά τον Ησύχ.) «προσαγόρευσις καὶ ἡ πρός τινα ὁμιλία» … Dictionary of Greek